- ὑπερασπιστῶν
- ὑπερασπιστήςone who holds a shield overmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Βόλγκογκραντ — (Volgograd). Πόλη (993.500 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας (113.900 τ. χλμ., 2.678.600 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του κάτω ρου του ποταμού Βόλγα, στη συμβολή διαφόρων οδικών αρτηριών… … Dictionary of Greek
Ζηλωτές — I Οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που αναφέρονται στη Βίβλο. Η αίρεση εμφανίστηκε στην Ιουδαία κατά το β’ μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρίζες της ανάγονται στην εποχή των Μακκαβαίων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησε και πολιτικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μάλεμε — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 708 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου των Χσνίων, 17 χλμ. δυτικά της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατανιά. Ιστορία. Στο στρατιωτικό… … Dictionary of Greek
Πορσήνας — Βασιλιάς της ετρουσκικής πόλης Κλούσιο. Σύμφωνα με την παράδοση, ανέλαβε, το 508 – 507 π.Χ., εκστρατεία εναντίον της Ρώμης για ν’ αποκαταστήσει την εξουσία της ετρουσκικής δυναστείας των Ταρκυνίων, που εκδιώχθηκαν από τη Ρώμη στα τέλη του 6ου αι … Dictionary of Greek
Τουρν, Ερίκος - Ματθίας, κόμης ντε- — (Thurn, 1580 – 1640). Aυστριακός ευγενής, καταγόταν από οικογένεια διαμαρτυρόμενων. Διακρίθηκε στους πόλεμους εναντίον των Tούρκων και πήρε για ανταμοιβή του το βουργραβάτο του Kάρλσταϊν. Στη συνέχεια εξελέγη από τους Bοημούς μεταξύ των 30… … Dictionary of Greek
σθεναρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός, ισχυρός: Οι πολιορκητές της πόλης υποχώρησαν μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των υπερασπιστών της. 2. τολμηρός, γενναίος: Η σθεναρή στάση της Ελλάδας στο Αιγαίο θα αποθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)